- επήκοον:
εις επήκοον: πάντων (όλων) — во всеуслышание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εις επήκοον: πάντων (όλων) — во всеуслышание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐπήκοον — ἐπήκοος listening masc/fem acc sg ἐπήκοος listening neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επήκοος — ον (AM ἐπήκοος, ον Α και δωρ. τ. έπάκοος, ον) φρ. «εἰς ἐπήκοον» σε τέτοια απόσταση ή θέση που να ακούν όλοι («ἔστησαν εἰς ἐπήκοον», Ξεν.) αρχ. 1. αυτός που ακούει με προσοχή («τῶνδ ἐπήκοοι κακῶν», Αισχύλ.) 2. (για θεούς) αυτός που εισακούει τις… … Dictionary of Greek